- μορφοσκόπος
- μορφοσκόπος, -ον (ΑΜ)αυτός που ασκεί μαντεία παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορφοσκόποι — μορφοσκόπος observing forms masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
μορφοσκοπία — μορφοσκοπία, ἡ (Α) [μορφοσκόπος] παρατήρηση, εξέταση τής μορφής … Dictionary of Greek